-
1 ἐφ-ημέριος
ἐφ-ημέριος, auch 3 Endgn, ἐφαμερία στάϑμη Pind. N. 6, 6; auf, für den Tag; οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι δάκρυ, für den Tag, an dem Tage vergösse er keine Thräne, Od. 4, 223; ἐφημέρια φρονεῖν, nur auf einen Tag, nicht an die Zukunft denken, 21, 85; οἱ ἐφημέριοι heißen die Menschen wegen der Kürze ihres Daseins im Vergleich mit der unendlichen Zeit, Aesch. Prom. 546; Ar. Av. 687 u. sp. D., wie Ep. ad. 655 fort, 3271; ϑνατὰ καὶ ἐφαμέρια ζῷα Tim. Locr. 99 d. Vgl. das in Prosa gebräuchliche ἐφήμερος; – λάτρις ἐφημέριος, der für den Tag arbeitet, Taglöhner, Theogn. 486; ϑυμός, wankelmüthig, unbeständig, 960. – Tag für Tag, täglich, κῆδος Theogn. 656; μισϑός Antiphil. 35 (VII, 634).
-
2 ἐφ-ήμερος
ἐφ-ήμερος, = ἐφημέριος, für den Tag, einen Tag dauernd; πυρετός Hippocr.; καὶ συνηγμένη δαπάνη, nur einen Tag ausreichend, Plut. Pericl. 16; φάρμακον, denselben Tag tödtend, Thom. 31; ἐφημέριοι καὶ σατυρικοὶ τοῖς βίοις, die für den Tag, ohne an die Zukunft zu denken, in den Tag hineinleben, Galb. 18. Bes. heißen die Menschen ἐφήμεροι (s. oben ἐφημέριος, Pind. P. 8, 99 hat die Form ἐπαμέριοι), Aesch. Prom. 83. 947; Ar. Nubb. 223; ὦ φίλοι καὶ ἀτεχνῶς ἐφήμεροι Plat. Legg. XI, 923 a. Uebh. kurz dauernd, vergänglich, ὄλβος οὐ βέβαιος, ἀλλ' ἐφήμερος Eur. Phoen. 561; τυραννίς Plat. ep. VII, 356 a; ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι Thuc. 2, 53; dem πολυχρόνιος entgegengesetzt Arist. Eth. 1, 4; καὶ ἀβέβαιος δόξα Plut. reip. ger. pr. 29; τύχαι, unbeständig, Eur. Heracl. 866. – Tag für Tag, täglich, τροφή D. Hal. 8, 41 u. a. Sp., πράξεις, die täglichen Geschäfte, Luc. Pseudol.; – τερπνὸν ἐφάμερον, das Vergnügen, welches der Tag bietet, Pind. I. 6, 40.
-
3 ἐφημέριος
ἐφ-ημέριος, auf, für den Tag; οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι δάκρυ, für den Tag, an dem Tage vergösse er keine Träne; ἐφημέρια φρονεῖν, nur auf einen Tag, nicht an die Zukunft denken; οἱ ἐφημέριοι heißen die Menschen wegen der Kürze ihres Daseins im Vergleich mit der unendlichen Zeit; λάτρις ἐφημέριος, der für den Tag arbeitet, Taglöhner; ϑυμός, wankelmütig, unbeständig. Tag für Tag, täglich -
4 ἐφήμερος
ἐφ-ήμερος, für den Tag, einen Tag dauernd; καὶ συνηγμένη δαπάνη, nur einen Tag ausreichend; φάρμακον, denselben Tag tötend; ἐφημέριοι καὶ σατυρικοὶ τοῖς βίοις, die für den Tag, ohne an die Zukunft zu denken, in den Tag hineinleben. Bes. heißen die Menschen ἐφήμεροι. Übh. kurz dauernd, vergänglich. Tag für Tag, täglich; πράξεις, die täglichen Geschäfte; τερπνὸν ἐφάμερον, das Vergnügen, welches der Tag bietet
См. также в других словарях:
ἐφημέριοι — ἐφημέριος on masc nom/voc pl ἐφημέριος on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
εφημέριος — Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν … Dictionary of Greek
πορθμίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορθμός 2. το πορθμείο, δηλαδή το σκάφος για διαπόρθμευση («πορθμίς, ἥτις διὰ πέτρας... Ἐλένην ἀπήγαγ ἐνθάδ », Ευρ.) 3. μτφ. τραπέζι με το οποίο προσφερόταν δεύτερη σειρά φαγητών («πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσας τὰς … Dictionary of Greek
Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… … Dictionary of Greek
αποκρισάριος — Οι α. ήταν αρχικά αγγελιοφόροι (από τη λέξη των Βυζαντινών απόκριση, που σήμαινε αγγελία) στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής αυλής και εμφανίστηκαν την εποχή της δυναστείας του Θεοδοσίου. Ο Προκόπιος ονομάζει τους αυλικούς αυτούς υπαλλήλους… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek